- μαλάξῃ
- μαλάξηι , μάλαξιςsofteningfem dat sg (epic)μαλάσσωmake softaor subj mid 2nd sgμαλάσσωmake softaor subj act 3rd sgμαλάσσωmake softfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάλαξη — η 1. το να τρίβω ή να ζυμώνω κάτι για να γίνει μαλακό: Η μάλαξη του κεριού. 2. (ιατρ.), η πίεση του σώματος με τα χέρια ή με μηχάνημα για θεραπευτικούς σκοπούς, το μασάζ: Μου έκανε μαλάξεις στην πλάτη για να περάσουν οι πόνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… … Dictionary of Greek
μαλαξοθεραπεία — η θεραπευτική μέθοδος με μάλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάλαξη + θεραπεία] … Dictionary of Greek
χειρομάλαξη — η, Ν μάλαξη που γίνεται, για θεραπευτικό σκοπό, από ειδικευμένο άτομο με τα χέρια σε διάφορα σημεία τού σώματος πάσχοντος, κν. μασάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάλαξη (< μαλάσσω). Η λ., στον λόγιο τ. χειρομάλαξις, μαρτυρείται από το 1809 στο… … Dictionary of Greek
ένθλιψη — η (Α ἔνθλιψις) [ενθλιβω] η ενέργεια τού ενθλίβω, πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη νεοελλ. ιατρ. ειδική μάλαξη κατά την οποία γίνεται απλή πίεση πάνω στο δέρμα με την εσωτερική επιφάνεια τών δακτύλων ή με όλη την παλάμη … Dictionary of Greek
ανάτριψη — η (Α ἀνάτριψις) [ανατρίβω] παρατεταμένο ελαφρό τρίψιμο του δέρματος, εντριβή, μάλαξη … Dictionary of Greek
αναμάλαξη — η [αναμαλάσσω] η εκ νέου μάλαξη, μαλάκωμα, ζύμωμα … Dictionary of Greek
διαμαλάσσω — και διαμαλάττω (Α) 1. με μάλαξη καθιστώ κάτι μαλακότερο 2. μτφ. καταπραΰνω … Dictionary of Greek
ευτριψία — εὐτριψία, ἡ (Α) [εύτριπτος] η ευαισθησία κατά την τριβή, κατά τη μάλαξη … Dictionary of Greek
ζυμωτήριο — το 1. σκάφη ζυμώματος 2. ζυμωτική μηχανή, μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ανάμιξη και η μάλαξη τής ζύμης τού ψωμιού ή άλλης ζυμοειδούς μάζας 3. το εργοστάσιο ή το τμήμα τού εργοστασίου όπου γίνεται η ζύμωση αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω. Η λ. στον … Dictionary of Greek